↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο εξηλεκτρισμός οι εξηλεκτρισμοί
      γενική του εξηλεκτρισμού των εξηλεκτρισμών
    αιτιατική τον εξηλεκτρισμό τους εξηλεκτρισμούς
     κλητική εξηλεκτρισμέ εξηλεκτρισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εξηλεκτρισμός < (εξηλεκτρίζω) εξηλεκτρισ- + -μός

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /e.ksi.le.ktɾiˈzmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐ξη‐λε‐κτρι‐σμός
παλιότερος συλλαβισμός: εξ‐η‐λε‐κτρι‐σμός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

εξηλεκτρισμός αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία