εξηλεκτρισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εξηλεκτρισμός < (εξηλεκτρίζω) εξηλεκτρισ- + -μός
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.ksi.le.ktɾiˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐ξη‐λε‐κτρι‐σμός
- παλιότερος συλλαβισμός : εξ‐η‐λε‐κτρι‐σμός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεξηλεκτρισμός αρσενικό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του εξηλεκτρίζω
- η παροχή της δυνατότητας χρήσης ηλεκτρικής ενέργειας με τη δημιουργία των σχετικών υποδομών
- η χρησιμοποίηση της ηλεκτρικής ενέργειας αντί κάποια άλλης μορφής ενέργειας
- ※ Πέρα από τα αναμφισβήτητα περιβαλλοντικά πλεονεκτήματα ο εξηλεκτρισμός της ναυτιλίας θα επιφέρει οικονομικά και κοινωνικά οφέλη στα λιμάνια και τις παράκτιες περιοχές και δίκτυα, και θα ενισχύσει τις καθαρές μεταφορές, τις τεχνολογίες αποθήκευσης ενέργειας, την εγκατάσταση έξυπνων μετρητών και τις λύσεις ανταπόκρισης στη ζήτηση. (iefimerida.gr, 16/3/2018)
Συγγενικά
επεξεργασία- ηλεκτρισμός
- → και δείτε τις λέξεις εξηλεκτρίζω και ήλεκτρο
Μεταφράσεις
επεξεργασία εξηλεκτρισμός