εξηλεκτρίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαεξηλεκτρίζω (παθητική φωνή: εξηλεκτρίζομαι)
- παρέχω τη δυνατότητα χρήσης ηλεκτρικής ενέργειας δημιουργώντας τις σχετικές υποδομές
- χρησιμοποιώ την ηλεκτρική ενέργεια αντί κάποια άλλης πηγής ενέργειας
- ※ Το γεγονός ότι συμπεριλήφθηκαν οι σιδηρόδρομοι στους στόχους για την ανανεώσιμη ενέργεια πάντως επικρίθηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, αφού μεγάλο μέρος του ευρωπαϊκού σιδηροδρομικού δικτύου έχει ήδη εξηλεκτριστεί. (avgi.gr, 19/12/2017)
Συγγενικά
επεξεργασία- εξηλεκτρισμένος
- εξηλεκτρισμός
- → δείτε τις λέξεις ηλεκτρισμός και ήλεκτρο
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εξηλεκτρίζω | εξηλέκτριζα | θα εξηλεκτρίζω | να εξηλεκτρίζω | εξηλεκτρίζοντας | |
β' ενικ. | εξηλεκτρίζεις | εξηλέκτριζες | θα εξηλεκτρίζεις | να εξηλεκτρίζεις | εξηλέκτριζε | |
γ' ενικ. | εξηλεκτρίζει | εξηλέκτριζε | θα εξηλεκτρίζει | να εξηλεκτρίζει | ||
α' πληθ. | εξηλεκτρίζουμε | εξηλεκτρίζαμε | θα εξηλεκτρίζουμε | να εξηλεκτρίζουμε | ||
β' πληθ. | εξηλεκτρίζετε | εξηλεκτρίζατε | θα εξηλεκτρίζετε | να εξηλεκτρίζετε | εξηλεκτρίζετε | |
γ' πληθ. | εξηλεκτρίζουν(ε) | εξηλέκτριζαν εξηλεκτρίζαν(ε) |
θα εξηλεκτρίζουν(ε) | να εξηλεκτρίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εξηλέκτρισα | θα εξηλεκτρίσω | να εξηλεκτρίσω | εξηλεκτρίσει | ||
β' ενικ. | εξηλέκτρισες | θα εξηλεκτρίσεις | να εξηλεκτρίσεις | εξηλέκτρισε | ||
γ' ενικ. | εξηλέκτρισε | θα εξηλεκτρίσει | να εξηλεκτρίσει | |||
α' πληθ. | εξηλεκτρίσαμε | θα εξηλεκτρίσουμε | να εξηλεκτρίσουμε | |||
β' πληθ. | εξηλεκτρίσατε | θα εξηλεκτρίσετε | να εξηλεκτρίσετε | εξηλεκτρίστε | ||
γ' πληθ. | εξηλέκτρισαν εξηλεκτρίσαν(ε) |
θα εξηλεκτρίσουν(ε) | να εξηλεκτρίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω εξηλεκτρίσει | είχα εξηλεκτρίσει | θα έχω εξηλεκτρίσει | να έχω εξηλεκτρίσει | ||
β' ενικ. | έχεις εξηλεκτρίσει | είχες εξηλεκτρίσει | θα έχεις εξηλεκτρίσει | να έχεις εξηλεκτρίσει | ||
γ' ενικ. | έχει εξηλεκτρίσει | είχε εξηλεκτρίσει | θα έχει εξηλεκτρίσει | να έχει εξηλεκτρίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε εξηλεκτρίσει | είχαμε εξηλεκτρίσει | θα έχουμε εξηλεκτρίσει | να έχουμε εξηλεκτρίσει | ||
β' πληθ. | έχετε εξηλεκτρίσει | είχατε εξηλεκτρίσει | θα έχετε εξηλεκτρίσει | να έχετε εξηλεκτρίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν εξηλεκτρίσει | είχαν εξηλεκτρίσει | θα έχουν εξηλεκτρίσει | να έχουν εξηλεκτρίσει |
|