εκτικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | εκτικός | η | εκτική | το | εκτικό |
γενική | του | εκτικού | της | εκτικής | του | εκτικού |
αιτιατική | τον | εκτικό | την | εκτική | το | εκτικό |
κλητική | εκτικέ | εκτική | εκτικό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | εκτικοί | οι | εκτικές | τα | εκτικά |
γενική | των | εκτικών | των | εκτικών | των | εκτικών |
αιτιατική | τους | εκτικούς | τις | εκτικές | τα | εκτικά |
κλητική | εκτικοί | εκτικές | εκτικά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- εκτικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἑκτικός (με διαφορετικές σημασίες) < → δείτε το ρήμα ἔχω, θέμα ἑκ- + -τικός, λόγιο ενδογενές δάνειο: μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική fièvre (fr) hectique (fr) < λατινική hecticus < ἑκτικός (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Επίθετο
επεξεργασίαεκτικός, -ή, -ό
- (ιατρική) χαρακτηρισμός πυρετού με διακυμάνσεις θερμοκρασίας, που συνοδεύεται και από απίσχναση και καχεξία
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη έχω
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .