Δείτε επίσης: ἑκτικός

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εκτικός η εκτική το εκτικό
      γενική του εκτικού της εκτικής του εκτικού
    αιτιατική τον εκτικό την εκτική το εκτικό
     κλητική εκτικέ εκτική εκτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εκτικοί οι εκτικές τα εκτικά
      γενική των εκτικών των εκτικών των εκτικών
    αιτιατική τους εκτικούς τις εκτικές τα εκτικά
     κλητική εκτικοί εκτικές εκτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

εκτικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἑκτικός (με διαφορετικές σημασίες) < → δείτε  το ρήμα ἔχω, θέμα ἑκ- + -τικός, λόγιο ενδογενές δάνειο: μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική fièvre (fr) hectique (fr) < λατινική hecticus < ἑκτικός (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

  Επίθετο επεξεργασία

εκτικός, -ή, -ό

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη έχω

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία