δυϊσμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | δυϊσμός | οι | δυϊσμοί |
γενική | του | δυϊσμού | των | δυϊσμών |
αιτιατική | τον | δυϊσμό | τους | δυϊσμούς |
κλητική | δυϊσμέ | δυϊσμοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ði.iˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δυ‐ι‐σμός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδυϊσμός αρσενικό
- (φιλοσοφία) συνώνυμο του δυαλισμός
- (γενικότερα) θεωρία κατά την οποία τα πάντα έχουν δύο αρχές, η περιγραφή φαινομένου μέσω δύο διαφορετικών και συχνά αντιφατικών φορμαλισμών-μεθοδολογιών-μηχανισμών
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία δυϊσμός
|
- ↑ δυϊσμός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ↑ δυϊσμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας