Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο δυϊσμός οι δυϊσμοί
      γενική του δυϊσμού των δυϊσμών
    αιτιατική τον δυϊσμό τους δυϊσμούς
     κλητική δυϊσμέ δυϊσμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

δυϊσμός < δύο + -ισμός ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική dualisme[1] [2])

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ði.iˈzmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δυ‐ι‐σμός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

δυϊσμός αρσενικό

  1. (φιλοσοφία) συνώνυμο του δυαλισμός
  2. (γενικότερα) θεωρία κατά την οποία τα πάντα έχουν δύο αρχές, η περιγραφή φαινομένου μέσω δύο διαφορετικών και συχνά αντιφατικών φορμαλισμών-μεθοδολογιών-μηχανισμών

Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  1. δυϊσμόςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  2. δυϊσμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας