Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο δυϊστής οι δυϊστές
      γενική του δυϊστή των δυϊστών
    αιτιατική τον δυϊστή τους δυϊστές
     κλητική δυϊστή δυϊστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

δυϊστής < δυϊσμός + -τής[1] ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική dualiste [1] [2])

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ði.iˈstis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δυ‐ι‐στής

  Ουσιαστικό επεξεργασία

δυϊστής αρσενικό

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  1. 1,0 1,1 δυϊστής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. δυϊστήςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)