δυϊστής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | δυϊστής | οι | δυϊστές |
γενική | του | δυϊστή | των | δυϊστών |
αιτιατική | τον | δυϊστή | τους | δυϊστές |
κλητική | δυϊστή | δυϊστές | ||
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ði.iˈstis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δυ‐ι‐στής
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδυϊστής αρσενικό
- (φιλοσοφία) οπαδός / υποστηρικτής του δυϊσμού
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία- ↑ 1,0 1,1 δυϊστής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ δυϊστής - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)