Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δυϊστικός η δυϊστική το δυϊστικό
      γενική του δυϊστικού της δυϊστικής του δυϊστικού
    αιτιατική τον δυϊστικό τη δυϊστική το δυϊστικό
     κλητική δυϊστικέ δυϊστική δυϊστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δυϊστικοί οι δυϊστικές τα δυϊστικά
      γενική των δυϊστικών των δυϊστικών των δυϊστικών
    αιτιατική τους δυϊστικούς τις δυϊστικές τα δυϊστικά
     κλητική δυϊστικοί δυϊστικές δυϊστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

δυϊστικός < δυϊσμός + -ικός ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική dualiste[1])

  Επίθετο επεξεργασία

δυϊστικός, -ή, -ό

Αντώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  1. δυϊστικόςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)