Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Donate Now
If Wikipedia is useful to you, please give today.
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
δυϊστικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Αντώνυμα
1.2.2
Δείτε επίσης
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
δυϊστικ
ός
η
δυϊστικ
ή
το
δυϊστικ
ό
γενική
του
δυϊστικ
ού
της
δυϊστικ
ής
του
δυϊστικ
ού
αιτιατική
τον
δυϊστικ
ό
τη
δυϊστικ
ή
το
δυϊστικ
ό
κλητική
δυϊστικ
έ
δυϊστικ
ή
δυϊστικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
δυϊστικ
οί
οι
δυϊστικ
ές
τα
δυϊστικ
ά
γενική
των
δυϊστικ
ών
των
δυϊστικ
ών
των
δυϊστικ
ών
αιτιατική
τους
δυϊστικ
ούς
τις
δυϊστικ
ές
τα
δυϊστικ
ά
κλητική
δυϊστικ
οί
δυϊστικ
ές
δυϊστικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
δυϊστικός
<
δυϊσμός
+
-ικός
(
(
μεταφραστικό δάνειο
)
γαλλική
dualiste
[
1
]
)
Επίθετο
επεξεργασία
δυϊστικός
, -ή, -ό
(
φιλοσοφία
)
που έχει
σχέση
με τον
δυϊσμό
ή αναφέρεται σ’ αυτόν
Αντώνυμα
επεξεργασία
μονιστικός
Δείτε επίσης
επεξεργασία
μανιχαϊστικός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
δυϊστικός
αγγλικά
:
dualist
(en)
γαλλικά
:
dualiste
(fr)
↑
δυϊστικός
-
Χαραλαμπάκης,
Χριστόφορος (επιμέλεια)
(2014).
Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας
.
Αθήνα:
Ακαδημία Αθηνών.
(
ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023,
συντομογραφίες
-
σύμβολα
)