Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μονιστικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Αντώνυμα
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
μονιστικ
ός
η
μονιστικ
ή
το
μονιστικ
ό
γενική
του
μονιστικ
ού
της
μονιστικ
ής
του
μονιστικ
ού
αιτιατική
τον
μονιστικ
ό
τη
μονιστικ
ή
το
μονιστικ
ό
κλητική
μονιστικ
έ
μονιστικ
ή
μονιστικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
μονιστικ
οί
οι
μονιστικ
ές
τα
μονιστικ
ά
γενική
των
μονιστικ
ών
των
μονιστικ
ών
των
μονιστικ
ών
αιτιατική
τους
μονιστικ
ούς
τις
μονιστικ
ές
τα
μονιστικ
ά
κλητική
μονιστικ
οί
μονιστικ
ές
μονιστικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
μονιστικός
<
μονισμός
+
-ιστικός
Επίθετο
επεξεργασία
μονιστικός
(
φιλοσοφία
) που έχει
σχέση
με τον
μονισμό
ή αναφέρεται σ’ αυτόν
Συνώνυμα
επεξεργασία
ενιστικός
Αντώνυμα
επεξεργασία
πλουραλιστικός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μονιστικός
→
δείτε
τη λέξη
ενιστικός