↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μονισμός οι μονισμοί
      γενική του μονισμού των μονισμών
    αιτιατική τον μονισμό τους μονισμούς
     κλητική μονισμέ μονισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μονισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γερμανική Monismus < αρχαία ελληνική μόνος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μονισμός αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία