μανιχαϊστικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μανιχαϊστικός < μανιχαϊστής + -ικός
Επίθετο επεξεργασία
μανιχαϊστικός
- που έχει σχέση με τον μανιχαϊσμό ή τον μανιχαϊστή ή αναφέρεται σ’ αυτά
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη μανιχαϊσμός
Μεταφράσεις επεξεργασία
μανιχαϊστικός
|