Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο δυαλισμός οι δυαλισμοί
      γενική του δυαλισμού των δυαλισμών
    αιτιατική τον δυαλισμό τους δυαλισμούς
     κλητική δυαλισμέ δυαλισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

δυαλισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική dualism + -ισμός < λατινική duo < πρωτοϊταλική *duō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *dwóh₁

  Ουσιαστικό επεξεργασία

δυαλισμός θηλυκό

Συνώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία