διαψευσθείς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | διαψευσθείς & διαψευσθέντας |
η | διαψευσθείσα | το | διαψευσθέν |
γενική | του | διαψευσθέντος & διαψευσθέντα |
της | διαψευσθείσας & διαψευσθείσης* |
του | διαψευσθέντος |
αιτιατική | τον | διαψευσθέντα | τη | διαψευσθείσα | το | διαψευσθέν |
κλητική | διαψευσθείς & διαψευσθέντα |
διαψευσθείσα | διαψευσθέν | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | διαψευσθέντες | οι | διαψευσθείσες | τα | διαψευσθέντα |
γενική | των | διαψευσθέντων | των | διαψευσθεισών | των | διαψευσθέντων |
αιτιατική | τους | διαψευσθέντες | τις | διαψευσθείσες | τα | διαψευσθέντα |
κλητική | διαψευσθέντες | διαψευσθείσες | διαψευσθέντα | |||
Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -είς -εῖσα, -έν Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές. * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
ομάδα 'πληγείς', Κατηγορία όπως «πληγείς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία 1
επεξεργασία- διαψευσθείς < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διαψευσθείς μετοχή παθητικού αορίστου του ρήματος διαψεύδω
Μετοχή
επεξεργασίαδιαψευσθείς, διεξαχθείσα, διεξαχθέν μετοχή παθητικού αορίστου του ρήματος διαψεύδω
- που τον έχουν διαψεύσει
- ⮡ οι διεψευσθείσες ελπίδες
- ⮡ οι διαψευσθέντες στις προβλέψεις τους πολιτικοί
- ⮡ Διαψευσθείς από τις εξελίξεις, συνθηκολόγησε με τη νέα πραγματικότητα
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία διαψευσθείς
Ετυμολογία 2
επεξεργασία- διαψευσθείς: ρηματικός τύπος
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαδιαψευσθείς
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΜετοχή
επεξεργασίαδιαψευσθείς, -εῖσα, -έν
- μετοχή παθητικού αορίστου (διεψεύσθην) του ρήματος διαψεύδω