Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διαμαρτία οι διαμαρτίες
      γενική της διαμαρτίας των διαμαρτιών
    αιτιατική τη διαμαρτία τις διαμαρτίες
     κλητική διαμαρτία διαμαρτίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

διαμαρτία < αρχαία ελληνική διαμαρτία ((μεταφραστικό δάνειο) (αγγλικά) malformation)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

διαμαρτία θηλυκό

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική διαμαρτί αἱ διαμαρτίαι
      γενική τῆς διαμαρτίᾱς τῶν διαμαρτιῶν
      δοτική τῇ διαμαρτί ταῖς διαμαρτίαις
    αιτιατική τὴν διαμαρτίᾱν τὰς διαμαρτίᾱς
     κλητική ! διαμαρτί διαμαρτίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  διαμαρτί
γεν-δοτ τοῖν  διαμαρτίαιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

διαμαρτία < διά + ἁμαρτία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

διαμαρτία θηλυκό

  1. εσφαλμένος υπολογισμός
  2. σοβαρό σφάλμα ή λάθος
  3. αποτυχία