↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δίωτος η δίωτη το δίωτο
      γενική του δίωτου της δίωτης του δίωτου
    αιτιατική τον δίωτο τη δίωτη το δίωτο
     κλητική δίωτε δίωτη δίωτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δίωτοι οι δίωτες τα δίωτα
      γενική των δίωτων των δίωτων των δίωτων
    αιτιατική τους δίωτους τις δίωτες τα δίωτα
     κλητική δίωτοι δίωτες δίωτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
δίωτος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δίωτος[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈði.o.tos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δί‐ω‐τος

  Επίθετο

επεξεργασία

δίωτος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία



→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / δίωτος τὸ δίωτον
      γενική τοῦ/τῆς διώτου τοῦ διώτου
      δοτική τῷ/τῇ διώτ τῷ διώτ
    αιτιατική τὸν/τὴν δίωτον τὸ δίωτον
     κλητική ! δίωτε δίωτον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ δίωτοι τὰ δίωτ
      γενική τῶν διώτων τῶν διώτων
      δοτική τοῖς/ταῖς διώτοις τοῖς διώτοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς διώτους τὰ δίωτ
     κλητική ! δίωτοι δίωτ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ διώτω τὼ διώτω
      γεν-δοτ τοῖν διώτοιν τοῖν διώτοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
δίωτος < δί- + οὖς, γενική ὠτός

  Επίθετο

επεξεργασία

δίωτος, -ος, -ον