δίπολος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | δίπολος | η | δίπολη | το | δίπολο |
γενική | του | δίπολου | της | δίπολης | του | δίπολου |
αιτιατική | τον | δίπολο | τη | δίπολη | το | δίπολο |
κλητική | δίπολε | δίπολη | δίπολο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | δίπολοι | οι | δίπολες | τα | δίπολα |
γενική | των | δίπολων | των | δίπολων | των | δίπολων |
αιτιατική | τους | δίπολους | τις | δίπολες | τα | δίπολα |
κλητική | δίπολοι | δίπολες | δίπολα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- δίπολος < δι- + πόλος (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική bipolaire)
Επίθετο επεξεργασία
δίπολος
- που έχει δύο πόλους
- (ουσιαστικοποιημένο) δίπολο
Συγγενικά επεξεργασία
- διπολικός
- διπολισμός
- → δείτε τις λέξεις δύο και πόλος
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
Ονομαστική | ὁ, ἡ δίπολος | τὸ δίπολον | οἱ, αἱ δίπολοι | τὰ δίπολα |
Γενική | τοῦ, τῆς διπόλου | τοῦ διπόλου | τῶν διπόλων | τῶν διπόλων |
Δοτική | τῷ, τῇ διπόλῳ | τῷ διπόλῳ | τοῖς, ταῖς διπόλοις | τοῖς διπόλοις |
Αιτιατική | τὸν, τὴν δίπολον | τὸ δίπολον | τοὺς, τὰς διπόλους | τὰ δίπολα |
Κλητική | δίπολε | δίπολον | δίπολοι | δίπολα |
Πτώσεις | Δυικός | |||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | διπόλω | |||
Γενική-Δοτική | διπόλοιν |
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
δῐ́πολος, -ος, -ον