Δείτε επίσης: διπολικός

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δίπολος η δίπολη το δίπολο
      γενική του δίπολου της δίπολης του δίπολου
    αιτιατική τον δίπολο τη δίπολη το δίπολο
     κλητική δίπολε δίπολη δίπολο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δίπολοι οι δίπολες τα δίπολα
      γενική των δίπολων των δίπολων των δίπολων
    αιτιατική τους δίπολους τις δίπολες τα δίπολα
     κλητική δίπολοι δίπολες δίπολα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

δίπολος < δι- + πόλος (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική bipolaire)

  Επίθετο επεξεργασία

δίπολος

  1. που έχει δύο πόλους
  2. (ουσιαστικοποιημένο) δίπολο
    1. δύο ίσα αλλά ετερώνυμα ηλεκτρικάμαγνητικά) φορτία, κοντά το ένα στο άλλο
    2. (μεταφορικά) δύο απόψεις ή έννοιες γύρω από τις οποίες αναπτύσσονται προβληματισμοί

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ὁ, ἡ δίπολος τὸ δίπολον οἱ, αἱ δίπολοι τὰ δίπολα
Γενική τοῦ, τῆς διπόλου τοῦ διπόλου τῶν διπόλων τῶν διπόλων
Δοτική τῷ, τῇ διπόλῳ τῷ διπόλῳ τοῖς, ταῖς διπόλοις τοῖς διπόλοις
Αιτιατική τὸν, τὴν δίπολον τὸ δίπολον τοὺς, τὰς διπόλους τὰ δίπολα
Κλητική δίπολε δίπολον δίπολοι δίπολα
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική διπόλω
Γενική-Δοτική διπόλοιν

  Ετυμολογία επεξεργασία

δίπολος < δι- + πολέω < πέλω

  Επίθετο επεξεργασία

δῐ́πολος, -ος, -ον

Συγγενικά επεξεργασία