διπολισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
διπολισμός αρσενικό
- (οικονομία, πολιτική) η ύπαρξη δύο ανταγωνιστικών κέντρων δύναμης, δύο πόλων στις διεθνείς οικονομικές και πολιτικές σχέσεις
Δείτε επίσης
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
διπολισμός