Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο διπολισμός οι διπολισμοί
      γενική του διπολισμού των διπολισμών
    αιτιατική τον διπολισμό τους διπολισμούς
     κλητική διπολισμέ διπολισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

διπολισμός < δίπολ(ος) + -ισμός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

διπολισμός αρσενικό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία