ετερώνυμος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ετερώνυμος < (ελληνιστική κοινή) ἑτερώνυμος < ετερο- + -ώνυμος ( < όνομα )
Επίθετο
επεξεργασίαετερώνυμος -η -ο
- (μαθηματικά) ετερώνυμα κλάσματα: κλάσματα με διαφορετικό παρονομαστή
- (φυσική) που έχει διαφορετικό ηλεκτρικό φορτίο (θετικό, αρνητικό)
- (κατ' επέκταση) για μαγνητικούς πόλους που έχουν διαφορετική ελκτική ικανότητα
- Oι ετερώνυμοι μαγνητικοί πόλοι έλκονται.
- (κατ' επέκταση) για μαγνητικούς πόλους που έχουν διαφορετική ελκτική ικανότητα
Εκφράσεις
επεξεργασία- τα ετερώνυμα έλκονται: για άτομα που έχουν πολύ διαφορετικούς χαρακτήρες και συμβιώνουν άριστα
Αντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ετερώνυμος
|