γκαβός
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | γκαβός | η | γκαβή | το | γκαβό |
γενική | του | γκαβού | της | γκαβής | του | γκαβού |
αιτιατική | τον | γκαβό | την | γκαβή | το | γκαβό |
κλητική | γκαβέ | γκαβή | γκαβό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | γκαβοί | οι | γκαβές | τα | γκαβά |
γενική | των | γκαβών | των | γκαβών | των | γκαβών |
αιτιατική | τους | γκαβούς | τις | γκαβές | τα | γκαβά |
κλητική | γκαβοί | γκαβές | γκαβά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- γκαβός < (άμεσο δάνειο) αρωμουνική gavu < λατινική cavus (κούφιος, κοίλος) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ḱówHwos (κοιλότητα) < *ḱówH- + *-wós
ΕπίθετοΕπεξεργασία
γκαβός, -ή, -ό