γκαβά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | γκαβά | ||
γενική | των | γκαβών | ||
αιτιατική | τα | γκαβά | ||
κλητική | γκαβά | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- γκαβά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου γκαβός στον πληθυντικό
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ɡaˈva/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γκα‐βά
Ουσιαστικό επεξεργασία
γκαβά ουδέτερο στον πληθυντικό
Μεταφράσεις επεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
γκαβά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους (γκαβό) του γκαβός
Πηγές επεξεργασία
- γκαβά - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- γκαβά - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)