Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

γκαβίζω < γκαβός + -ίζω

  Ρήμα επεξεργασία

γκαβίζω

  1. είμαι γκαβός
  2. αλληθωρίζω

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία