Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γαμήσιμος η γαμήσιμη το γαμήσιμο
      γενική του γαμήσιμου της γαμήσιμης του γαμήσιμου
    αιτιατική τον γαμήσιμο τη γαμήσιμη το γαμήσιμο
     κλητική γαμήσιμε γαμήσιμη γαμήσιμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γαμήσιμοι οι γαμήσιμες τα γαμήσιμα
      γενική των γαμήσιμων των γαμήσιμων των γαμήσιμων
    αιτιατική τους γαμήσιμους τις γαμήσιμες τα γαμήσιμα
     κλητική γαμήσιμοι γαμήσιμες γαμήσιμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

γαμήσιμος < γαμήσι + -ιμος < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική fuckable

  Επίθετο επεξεργασία

γαμήσιμος -η, ο (προφορικό) (αργκό)

  1. πρόσωπο που αξίζει να έχεις μαζί του ερωτική επαφή
  2. που έχει φτάσει στη σεξουαλική ενηλικίωση, στην ηλικία της σεξουαλικής ωρίμανσης
※  Την ιδέα φυσικά έριξε ο Παπαγιώργης και συμφωνήσαμε σχεδόν όλοι με ενθουσιασμό, λόγω προχωρημένης μέθης. Λέω σχεδόν όλοι γιατί ο Βακαλόπουλος προέβαλε κάποιες αντιστάσεις […]. Παρέα για να την πάρει ο διάβολος, εμείς, φίλες, καμία ερωμένη και μία γαμήσιμη άφιξη από το πουθενά. Από την «Ανατολή», αυτοβιογραφική αφήγηση του συγγραφέα Θάνου Σταθόπουλου, αναρτημένη στον ιστότοπο Bibliothèque.gr - Τεθλασμένη Ψηφιακή Βιβλιοθήκη στις 29 Ιανουαρίου 2013· πρόσβαση: 2019-09-10.

Συνώνυμα επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία