γαμήσιμος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- γαμήσιμος < γαμήσι + -ιμος < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική fuckable
Επίθετο
επεξεργασίαγαμήσιμος -η, ο (προφορικό) (αργκό)
- πρόσωπο που αξίζει να έχεις μαζί του ερωτική επαφή
- που έχει φτάσει στη σεξουαλική ενηλικίωση, στην ηλικία της σεξουαλικής ωρίμανσης
- ※ Την ιδέα φυσικά έριξε ο Παπαγιώργης και συμφωνήσαμε σχεδόν όλοι με ενθουσιασμό, λόγω προχωρημένης μέθης. Λέω σχεδόν όλοι γιατί ο Βακαλόπουλος προέβαλε κάποιες αντιστάσεις […]. Παρέα για να την πάρει ο διάβολος, εμείς, φίλες, καμία ερωμένη και μία γαμήσιμη άφιξη από το πουθενά. Από την «Ανατολή», αυτοβιογραφική αφήγηση του συγγραφέα Θάνου Σταθόπουλου, αναρτημένη στον ιστότοπο Bibliothèque.gr - Τεθλασμένη Ψηφιακή Βιβλιοθήκη στις 29 Ιανουαρίου 2013· πρόσβαση: 2019-09-10.
Συνώνυμα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- Κατερίνα Χριστοπούλου, Μια λεξικολογική προσέγγιση στο περιθωριακό λεξιλόγιο της Νέας Ελληνικής, Διδακτορική διατριβή, Πάτρα: 2016, Πανεπιστήμιο Πατρών - Σχολή Ανθρωπιστικών & Κοινωνικών Επιστημών του Τμήματος Φιλολογίας, σ. 544, 567.