Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

fuckable fuck + επίθημα -able

  Επίθετο επεξεργασία

fuckable (en)

→ δείτε τη λέξη φάκαμπλ

Συνώνυμα επεξεργασία