↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γάργαρος η γάργαρη το γάργαρο
      γενική του γάργαρου της γάργαρης του γάργαρου
    αιτιατική τον γάργαρο τη γάργαρη το γάργαρο
     κλητική γάργαρε γάργαρη γάργαρο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γάργαροι οι γάργαρες τα γάργαρα
      γενική των γάργαρων των γάργαρων των γάργαρων
    αιτιατική τους γάργαρους τις γάργαρες τα γάργαρα
     κλητική γάργαροι γάργαρες γάργαρα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
γάργαρος < ελληνιστική κοινή γαργαρίζω (αναδρομικός σχηματισμός) (δείτε και γαργάρα) (ηχομιμητική λέξη) [1]
ή (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική γάργαρος [2] < ελληνιστική κοινή γαργαρίζω (αναδρομικός σχηματισμός) [3]
• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈɣaɾ.ɣa.ɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γάρ‐γα‐ρος

  Επίθετο

επεξεργασία

γάργαρος, -η, -ο

  1. (για νερό) που ρέει διαυγής και κελαρυστός
  2. (μεταφορικά)
    1. (για ήχο) κρυστάλλινος, καθαρός
    2. καθαρός, λαμπερός

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  2. γάργαροςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  3. γάργαρος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας