γαργάρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | γαργάρα | οι | γαργάρες |
γενική | της | γαργάρας | — | |
αιτιατική | τη | γαργάρα | τις | γαργάρες |
κλητική | γαργάρα | γαργάρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- γαργάρα < (ελληνιστική κοινή) γαργαρίζω < (ηχομιμητική λέξη) (από αναδιπλασιασμό τού «γαρ-γαρ»)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγαργάρα θηλυκό
- το πλύσιμο του λάρυγγα με νερό ή κάποιο διάλυμα το οποίο δεν καταπίνουμε, αλλά, με γερμένο το κεφάλι προς τα πίσω, το κρατάμε στο ύψος της σταφυλής και το ανακινούμε εκπνέοντας
- κάνει γαργάρες για τον πονόλαιμο
- (συνεκδοχικά) το νερό ή το διάλυμα που χρησιμοποιούμε για την γαργάρα
Εκφράσεις
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη γάργαρος