Ετυμολογία

επεξεργασία
γαργαρίζω < (ελληνιστική κοινήγαργαρίζω < (ηχομιμητική λέξη)

γαργαρίζω

  1. κελαρύζω
  2. κάνω γαργάρα

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
γαργαρίζω < (ηχομιμητική λέξη)

γαργαρίζω

  1. κάνω γαργάρα