gargle
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | gargle |
γ΄ ενικό ενεστώτα | gargles |
αόριστος | gargled |
παθητική μετοχή | gargled |
ενεργητική μετοχή | gargling |
Ρήμα
επεξεργασίαgargle (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) γουργουρίζω, πλένω το εσωτερικό του στόματος και του λαιμού μου κινώντας ένα υγρό
- ↪ He gargled the water in his mouth.
- Γουργούρισε το νερό μέσα στο στόμα του.
- ↪ He gargled the water in his mouth.
Πηγές
επεξεργασία- gargle - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 197. ISBN 9780194325684., λήμμα: γουργουρίζω