ενεστώτας gargle
γ΄ ενικό ενεστώτα gargles
αόριστος gargled
παθητική μετοχή gargled
ενεργητική μετοχή gargling

gargle (en)

  • (μεταβατικό και αμετάβατο) γουργουρίζω, πλένω το εσωτερικό του στόματος και του λαιμού μου κινώντας ένα υγρό
    He gargled the water in his mouth.
    Γουργούρισε το νερό μέσα στο στόμα του.