Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

γάργαρα < αβέβαιης ετυμολόγησης

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γάργαρα (ουδέτερο μόνο στον πληθυντικό)

  • γάργαρα ἀνθρώπων, ἀνδρῶν

Συγγενικά επεξεργασία

(ίσως παράγωγα ίσως όμως και αντιστρόφως)

Σημειώσεις επεξεργασία

τα μεταγενέστερα γαργαρίζω και γάργαρος είναι ηχοποίητα