Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

γαργαρεών < γάργαρα (πλήθος) ή ίσως από τον ήχο της γαργάρας όπως και σήμερα
 
στοματάκι 8χρονου
1) γλώσσα
2) αμυγδαλές
3) γαργαρεών ή σταφυλή
4) ουρανίσκος


  Ουσιαστικό επεξεργασία

γαργαρεών -ῶνος αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

Σημειώσεις επεξεργασία

τα μεταγενέστερα γαργαρίζω και γάργαρος θεωρούνται με βεβαιότητα ηχοποίητα