βιοϊατρικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- βιοϊατρικός < βιο- + ιατρικός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική biomedical)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /vi.o.i.a.tɾiˈkos/
Επίθετο
επεξεργασίαβιοϊατρικός, -ή, -ό
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- βιοϊατρική
- → δείτε τις λέξεις βίος και γιατρός
Μεταφράσεις
επεξεργασία βιοϊατρικός
|