αυτόδηλος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αυτόδηλος < αρχαία ελληνική αὐτόδηλος < αὐτός + δῆλος
Επίθετο επεξεργασία
αυτόδηλος, -η, -ο
- (λόγιο) που δηλώνεται από μόνος του, που δεν χρειάζεται άλλες αποδείξεις ή εξηγήσεις
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αυτόδηλος