↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ασσυριακός η ασσυριακή το ασσυριακό
      γενική του ασσυριακού της ασσυριακής του ασσυριακού
    αιτιατική τον ασσυριακό την ασσυριακή το ασσυριακό
     κλητική ασσυριακέ ασσυριακή ασσυριακό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ασσυριακοί οι ασσυριακές τα ασσυριακά
      γενική των ασσυριακών των ασσυριακών των ασσυριακών
    αιτιατική τους ασσυριακούς τις ασσυριακές τα ασσυριακά
     κλητική ασσυριακοί ασσυριακές ασσυριακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ασσυριακός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική Ἀσσύρι(οι) + -ακός, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική Assyrian[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.si.ɾi.aˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ασ‐συ‐ρι‐α‐κός

  Επίθετο

επεξεργασία

ασσυριακός, -ή, -ό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία