Δείτε επίσης: Ασσύρια, Ἀσσυρία

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Ασσυρία οι Ασσυρίες
      γενική της Ασσυρίας των Ασσυριών
    αιτιατική την Ασσυρία τις Ασσυρίες
     κλητική Ασσυρία Ασσυρίες
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Ασσυρία < αρχαία ελληνική Ἀσσυρία < ακκαδική 𒀸𒋗𒁺𐎹 (Aššūrāyu) < 𒀸𒋩 (Aššur) η πρωτεύουσα του κράτους τους

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.siˈri.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Ασ‐συ‐ρί‐α

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Ασσυρία θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία