Δείτε επίσης: Ασσύρια, Ἀσσυρία
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Ασσυρία οι Ασσυρίες
      γενική της Ασσυρίας των Ασσυριών
    αιτιατική την Ασσυρία τις Ασσυρίες
     κλητική Ασσυρία Ασσυρίες
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
Ασσυρία < αρχαία ελληνική Ἀσσυρία < ακκαδική 𒀸𒋗𒁺𐎹 (Aššūrāyu) < 𒀸𒋩 (Aššur) η πρωτεύουσα του κράτους τους

Κύριο όνομα

επεξεργασία

Ασσυρία θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία