Δείτε επίσης: απότοκος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απόκοτος η απόκοτη το απόκοτο
      γενική του απόκοτου της απόκοτης του απόκοτου
    αιτιατική τον απόκοτο την απόκοτη το απόκοτο
     κλητική απόκοτε απόκοτη απόκοτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απόκοτοι οι απόκοτες τα απόκοτα
      γενική των απόκοτων των απόκοτων των απόκοτων
    αιτιατική τους απόκοτους τις απόκοτες τα απόκοτα
     κλητική απόκοτοι απόκοτες απόκοτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

απόκοτος < μεσαιωνική ελληνική απόκοτος < από + κόττος (=κύβος, ζάρι)

  Επίθετο επεξεργασία

απόκοτος, -η, -ο (επίρρημα: απόκοτα, αποκότως)

  1. αυτός που ρισκάρει
  2. ο πολύ τολμηρός

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία