απόηχος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | απόηχος | οι | απόηχοι |
γενική | του | απόηχου & αποήχου |
των | απόηχων & αποήχων |
αιτιατική | τον | απόηχο | τους | απόηχους & αποήχους |
κλητική | απόηχε | απόηχοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίααπόηχος αρσενικό
- το βουητό που ακούγεται μετά την λήξη (το πέρας) πηγαίου ήχου
- ο ήχος που ακούγεται από μακριά και εξασθενισμένος
- (ωτορινολαρυγγολογία) ο φανταστικός ήχος που ακούγεται σε ασθενή μετά την λήξη ερεθίσματος σε συγκεκριμένες συχνότητες
- (μεταφορικά) η συγκεχυμένη ενημέρωση για κάτι και γεμάτη ασάφειες
- (μεταφορικά) ο αντίκτυπος, η απήχηση
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία απόηχος