Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο απόηχος οι απόηχοι
      γενική του απόηχου
αποήχου
των απόηχων
αποήχων
    αιτιατική τον απόηχο τους απόηχους
αποήχους
     κλητική απόηχε απόηχοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

απόηχος < από- + ήχος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

απόηχος αρσενικό

  1. το βουητό που ακούγεται μετά την λήξη (το πέρας) πηγαίου ήχου
  2. (ωτορινολαρυγγολογία) ο φανταστικός ήχος που ακούγεται σε ασθενή μετά την λήξη ερεθίσματος σε συγκεκριμένες συχνότητες
  3. (μεταφορικά) η συγκεχυμένη ενημέρωση για κάτι και γεμάτη ασάφειες
  4. (μεταφορικά) ο αντίκτυπος, η απήχηση

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία