απείκασμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- απείκασμα < αρχαία ελληνική ἀπείκασμα < ἀπεικάζω < εἰκάζω
Ουσιαστικό
επεξεργασίααπείκασμα ουδέτερο
- (λόγιο) ομοίωμα, είδωλο
- (λόγιο) απεικόνιση
Δείτε επίσης : ἀπείκασμα, μετείκασμα |
απείκασμα ουδέτερο