μετείκασμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- μετείκασμα < μετα- + αρχαία ελληνική εἴκασμα ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική afterimage)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μετείκασμα ουδέτερο
- η εικόνα που παραμένει στο αισθητήριο της όρασης μετά τον εξωτερικό ερεθισμό
Συγγενικά
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μετείκασμα