Δείτε επίσης: ἀπέχων

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απέχων η απέχουσα το απέχον
      γενική του απέχοντος
απέχοντα1
της απέχουσας
απεχούσης*
του απέχοντος
    αιτιατική τον απέχοντα την απέχουσα το απέχον
     κλητική απέχων απέχουσα απέχον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απέχοντες οι απέχουσες τα απέχοντα
      γενική των απεχόντων των απεχουσών των απεχόντων
    αιτιατική τους απέχοντες τις απέχουσες τα απέχοντα
     κλητική απέχοντες απέχουσες απέχοντα
Ίδιες είναι οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ων, -ουσα, -ον
1 νεότερος τύπος
* παλιότερος λόγιος τύπος
ομάδα 'τρέχων', Κατηγορία όπως «απάδων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

απέχων < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀπέχων, μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος ἀπέχω < ἀπό + ἔχω

  Μετοχή επεξεργασία

απέχων, -ουσα, -ον

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία