ενικός         πληθυντικός  
abstentionniste abstentionnistes

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

abstentionniste (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. αυτός που δεν ψηφίζει, ο απέχων
  2. υποστηρικτής της αποχής από μια εκλογή