Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αντιβίωση οι αντιβιώσεις
      γενική της αντιβίωσης* των αντιβιώσεων
    αιτιατική την αντιβίωση τις αντιβιώσεις
     κλητική αντιβίωση αντιβιώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αντιβιώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αντιβίωση < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική antibiosis < αρχαία ελληνική ἀντί + ελληνιστική κοινή βίωσις (τρόπος ζωής)[1] < βιόω / βιῶ < βίος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *gʷíh₃we- (ζω)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /an.diˈvi.o.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐ντι‐βί‐ω‐ση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αντιβίωση θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις αντί και βίος

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία