Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αντιβιοτικός η αντιβιοτική το αντιβιοτικό
      γενική του αντιβιοτικού της αντιβιοτικής του αντιβιοτικού
    αιτιατική τον αντιβιοτικό την αντιβιοτική το αντιβιοτικό
     κλητική αντιβιοτικέ αντιβιοτική αντιβιοτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αντιβιοτικοί οι αντιβιοτικές τα αντιβιοτικά
      γενική των αντιβιοτικών των αντιβιοτικών των αντιβιοτικών
    αιτιατική τους αντιβιοτικούς τις αντιβιοτικές τα αντιβιοτικά
     κλητική αντιβιοτικοί αντιβιοτικές αντιβιοτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αντιβιοτικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική antibiotic < αρχαία ελληνική ἀντί + ελληνιστική κοινή βιωτικός (που χρησιμεύει για τη ζωή)[1] < αρχαία ελληνική βίος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *gʷíh₃we-

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /an.di.vi.o.tiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐ντι‐βι‐ω‐τι‐κός

  Επίθετο επεξεργασία

αντιβιοτικός, -ή, -ό

  1. (ιατρική, φαρμακευτική) που περιορίζει ή αναστέλλει την εξάπλωση των βακτηρίων και άλλων μικροοργανισμών
  2. (ουσιαστικοποιημένο) → δείτε τη λέξη αντιβιοτικό (ουδέτερο)

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη βίος

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία