αντιβιοτικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αντιβιοτικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική antibiotic < αρχαία ελληνική ἀντί + ελληνιστική κοινή βιωτικός (που χρησιμεύει για τη ζωή)[1] < αρχαία ελληνική βίος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *gʷíh₃we-
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /an.di.vi.o.tiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ντι‐βι‐ω‐τι‐κός
Επίθετο επεξεργασία
αντιβιοτικός, -ή, -ό
- (ιατρική, φαρμακευτική) που περιορίζει ή αναστέλλει την εξάπλωση των βακτηρίων και άλλων μικροοργανισμών
- (ουσιαστικοποιημένο) → δείτε τη λέξη αντιβιοτικό (ουδέτερο)
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τη λέξη βίος
Μεταφράσεις επεξεργασία
αντιβιοτικός
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ αντιβιοτικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας