Δείτε επίσης: άνοικος
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανοϊκός η ανοϊκή το ανοϊκό
      γενική του ανοϊκού της ανοϊκής του ανοϊκού
    αιτιατική τον ανοϊκό την ανοϊκή το ανοϊκό
     κλητική ανοϊκέ ανοϊκή ανοϊκό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανοϊκοί οι ανοϊκές τα ανοϊκά
      γενική των ανοϊκών των ανοϊκών των ανοϊκών
    αιτιατική τους ανοϊκούς τις ανοϊκές τα ανοϊκά
     κλητική ανοϊκοί ανοϊκές ανοϊκά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ανοϊκός < άνο(ια) + -ικός αρχαία ελληνική ἄνοια και ἀνοίη < ἄνοος και ἄνους < ἀ στερητικό + νοῦς

  Επίθετο

επεξεργασία

ανοϊκός, -ή, -ό

  1. ασθενής που χάνει λόγω γήρατος ή άλλης παθολογίας την επαφή με την πραγματικότητα και αδυνατεί να ερμηνεύσει τα ερεθίσματα που δέχεται ή να εκφράσει όσα αισθάνεται ο ίδιος
    ο ανοϊκός άνθρωπος μπορεί να πάσχει είτε από γεροντική είτε από προγεροντική άνοια
    (σχεδόν πάντα μα όχι αποκλειστικά αφορά πάσχοντα από Alzheimer)
  2. (μεταφορικά, λόγιο) ο χαζός, ο άνους (συνηθέστερα για έργο ή εκδήλωση)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία