ανοϊκά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ανοϊκά < ανοϊκός
Επίρρημα
επεξεργασίαανοϊκά
- με ανοϊκό τρόπο, είτε παθολογικά (δηλαδή από τη νόσο της άνοιας) είτε από απερισκεψία
Μεταφράσεις
επεξεργασία ανοϊκά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαανοϊκά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ανοϊκό