ανερμάτιστος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ανερμάτιστος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀνερμάτιστος[1]
Επίθετο
επεξεργασία
ανερμάτιστος, -η, -ο
- (κυριολεκτικά) που δεν έχει έρμα / σαβούρα
- (μεταφορικά, για χαρακτήρες) που μεταβάλλεται εύκολα, είτε λόγω έλλειψης γνώσεων, είτε λόγω χαρακτήρα
- ≈ συνώνυμα: ευμετάβλητος, ασταθής
- ※ Όμως ο έρμος ο Χρυσοβαλάντης, που τη μια προκαλεί υστερικά γέλια και την άλλη βούρκωμα στους αναγνώστες, δεν ξέρει πού πατάει και πού βρίσκεται. Ένας ανερμάτιστος άνθρωπος, πανικόβλητος απ’ την κρίση που αχνοφαίνεται στην Ελλάδα, παραπαίει μεταξύ αγαθομάρας και θυμοσοφίας. («Μάρτυς μου ο Θεός»: Η επανέκδοση ενός σπουδαίου βιβλίου, athensvoice.gr, 15/02/2020 )
- (μεταφορικά, ειδικότερα για επιστήμονες) που η κατάρτισή τους στο αντικείμενό τους είναι ελλιπής
Συγγενικά
επεξεργασία- ανερμάτιστα
- → δείτε τη λέξη έρμα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κυριολεκτικά
μεταφορικά
|
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ ανερμάτιστος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας