Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανερμάτιστος η ανερμάτιστη το ανερμάτιστο
      γενική του ανερμάτιστου της ανερμάτιστης του ανερμάτιστου
    αιτιατική τον ανερμάτιστο την ανερμάτιστη το ανερμάτιστο
     κλητική ανερμάτιστε ανερμάτιστη ανερμάτιστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανερμάτιστοι οι ανερμάτιστες τα ανερμάτιστα
      γενική των ανερμάτιστων των ανερμάτιστων των ανερμάτιστων
    αιτιατική τους ανερμάτιστους τις ανερμάτιστες τα ανερμάτιστα
     κλητική ανερμάτιστοι ανερμάτιστες ανερμάτιστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανερμάτιστος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀνερμάτιστος[1]

  Επίθετο επεξεργασία

ανερμάτιστος, -η, -ο

  1. (κυριολεκτικά) που δεν έχει έρμα / σαβούρα
  2. (μεταφορικά, για χαρακτήρες) που μεταβάλλεται εύκολα, είτε λόγω έλλειψης γνώσεων, είτε λόγω χαρακτήρα
     συνώνυμα: ευμετάβλητος, ασταθής
  3. (μεταφορικά, ειδικότερα για επιστήμονες) που η κατάρτισή τους στο αντικείμενό τους είναι ελλιπής
     συνώνυμα: ακατάρτιστος

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία