αμοιβάδα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αμοιβάδα < λόγιο ενδογενές δάνειο: (άμεσο δάνειο) αγγλική amoeba < νεολατινική amoeba < αρχαία ελληνική ἀμοιβή (εναλλαγή)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.miˈva.ða/
Ουσιαστικό
επεξεργασίααμοιβάδα θηλυκό
- (ζωολογία) μονοκύτταρος οργανισμός, της τάξης των αμοιβαδοειδών, που κινείται με ριζοειδείς ή δακτυλοειδείς προεκβολές (ψευδοπόδια)
- (ιατρική) νόσος που προκαλείται στα έντερα, όταν εισέλθουν στον οργανισμό αμοιβάδες
Υπώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- αμοιβαδίαση
- αμοιβαδικός
- αμοιβαδοειδής
- αμοιβαδόζωα
- αμοιβαδοκτόνο
- αμοιβάδωση
- → δείτε τη λέξη αμοιβή
Δείτε επίσης
επεξεργασία- αμοιβάδα στη Βικιπαίδεια