αμοιβάδωση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αμοιβάδωση | οι | αμοιβαδώσεις |
γενική | της | αμοιβάδωσης* | των | αμοιβαδώσεων |
αιτιατική | την | αμοιβάδωση | τις | αμοιβαδώσεις |
κλητική | αμοιβάδωση | αμοιβαδώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αμοιβαδώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αμοιβάδωση < αμοιβάδ(α) + -ωση, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική amibiase
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.miˈva.ðo.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐μοι‐βά‐δω‐ση
Ουσιαστικό
επεξεργασίααμοιβάδωση θηλυκό
- (ιατρική) νόσος που προκαλείται στα έντερα, όταν εισέλθουν στον οργανισμό αμοιβάδες
- ※ Γίνεται ανασκόπηση των διαφόρων εντοπίσεων αμοιβάδων και ειδικότερα η περίπτωση της γαγγλιακής αμοιβαδώσεως, της γενικευμένης αμοιβαδώσεως, της μαστίτις αμοιβαδικής και της κυστίτις αμοιβαδικής. (Αγγελική Γ. Παναγιωτάτου, Ανασκόπησης περιπτώσεων εξωεντερικής αμοιβαδώσεως, 1949, Ψηφιακό αποθετήριο της Ακαδημίας Αθηνών, [1])
- ≈ συνώνυμα: αμοιβάδα / αμοιβάδες
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη αμοιβάδα