προεκβολή
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- προεκβολή < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
προεκβολή θηλυκό
- η προεξοχή
- (μαθηματικά) η υποθετική προέκταση δεδομένων
Συνώνυμα επεξεργασία
- παρέκταση (μαθηματικά)
Μεταφράσεις επεξεργασία
η προεξοχή
|
μαθηματικός όρος