Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προεκβολή οι προεκβολές
      γενική της προεκβολής των προεκβολών
    αιτιατική την προεκβολή τις προεκβολές
     κλητική προεκβολή προεκβολές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

προεκβολή < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

προεκβολή θηλυκό

  1. η προεξοχή
  2. (μαθηματικά) η υποθετική προέκταση δεδομένων

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία