αμαύριστος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
αμαύριστος, -η, -ο
- (κυριολεκτικά) που δεν έχει μαυρίσει ή δεν τον έχουν μαυρίσει, δεν έχει πάρει μαύρο χρώμα
- (μεταφορικά) που το ψηφίζουν στις εκλογές
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
κυριολεκτικά