Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
καταψηφισμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
καταψηφισμέν
ος
η
καταψηφισμέν
η
το
καταψηφισμέν
ο
γενική
του
καταψηφισμέν
ου
της
καταψηφισμέν
ης
του
καταψηφισμέν
ου
αιτιατική
τον
καταψηφισμέν
ο
την
καταψηφισμέν
η
το
καταψηφισμέν
ο
κλητική
καταψηφισμέν
ε
καταψηφισμέν
η
καταψηφισμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
καταψηφισμέν
οι
οι
καταψηφισμέν
ες
τα
καταψηφισμέν
α
γενική
των
καταψηφισμέν
ων
των
καταψηφισμέν
ων
των
καταψηφισμέν
ων
αιτιατική
τους
καταψηφισμέν
ους
τις
καταψηφισμέν
ες
τα
καταψηφισμέν
α
κλητική
καταψηφισμέν
οι
καταψηφισμέν
ες
καταψηφισμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
καταψηφισμένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
του ρήματος
καταψηφίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
καταψηφισμένος