ακρυλικός
Ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ακρυλικός < γαλλική acrylique ή αγγλική acrylic < acrolein (=ακρολεΐνη < λατινικά acer + olo) + -yl- (<ὕλη)
ΕπίθετοΕπεξεργασία
ακρυλικός, -ή, -ό
- (χημεία) που έχει σχέση ή προέρχεται από το ακρυλικό οξύ, χημική οργανική ένωση ακόρεστων οξέων
- ακρυλική ίνα: ίνα συνθετικού υφάσματος
- ακρυλική ρητίνη
- Τα ακρυλικά υλικά για ζωγραφική είναι από καιρό γνωστά· είναι απίστευτα δυνατό και σταθερό υλικό, μπορεί να δημιουργήσει ένα μεγάλο αριθμό χρωματικών αποχρώσεων και είναι επίσης εύκολο στη χρήση
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
- ακρυλικός στη Βικιπαίδεια