Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ακρυλικός η ακρυλική το ακρυλικό
      γενική του ακρυλικού της ακρυλικής του ακρυλικού
    αιτιατική τον ακρυλικό την ακρυλική το ακρυλικό
     κλητική ακρυλικέ ακρυλική ακρυλικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ακρυλικοί οι ακρυλικές τα ακρυλικά
      γενική των ακρυλικών των ακρυλικών των ακρυλικών
    αιτιατική τους ακρυλικούς τις ακρυλικές τα ακρυλικά
     κλητική ακρυλικοί ακρυλικές ακρυλικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ακρυλικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική acrylique[1] [2] ή λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική acrylic[2] < acroléine / acrolein (=ακρολεΐνη) < λατινική acer + oleo + αρχαία ελληνική ὕλη

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.kri.liˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐κρυ‐λι‐κός

  Επίθετο επεξεργασία

ακρυλικός, -ή, -ό

  1. (χημεία) που έχει σχέση ή προέρχεται από το ακρυλικό οξύ, χημική οργανική ένωση ακόρεστων οξέων
    ακρυλική ίνα: ίνα συνθετικού υφάσματος
    ακρυλική ρητίνη
    Τα ακρυλικά υλικά για ζωγραφική είναι από καιρό γνωστά· είναι απίστευτα δυνατό και σταθερό υλικό, μπορεί να δημιουργήσει ένα μεγάλο αριθμό χρωματικών αποχρώσεων και είναι επίσης εύκολο στη χρήση
  2. (ουσιαστικοποιημένο) ακρυλικό

Άλλες μορφές επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  1. ακρυλικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. 2,0 2,1 ακρυλικόςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)