Μοναστήρι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Μοναστήρι | τα | Μοναστήρια |
γενική | του | Μοναστηρίου | των | Μοναστηρίων |
αιτιατική | το | Μοναστήρι | τα | Μοναστήρια |
κλητική | Μοναστήρι | Μοναστήρια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «μίλι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /mo.naˈsti.ɾi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Μο‐να‐στή‐ρι
Ετυμολογία 1 επεξεργασία
- Μοναστήρι < μεταφραστικό δάνειο από την πρωτοσλαβική ѡ҆би́тѣл҄ь (obitěĺь), που σημαίνει μοναστήρι, μέσω της τουρκικής Manastır [< οθωμανική τουρκική مناستر (manastır)][1]
Κύριο όνομα επεξεργασία
Μοναστήρι ουδέτερο, μόνο στον ενικό
- (ιστορία) η πόλη της Βόρειας Μακεδονίας Μπίτολα (→ δείτε και Βιτώλια)
Μεταφράσεις επεξεργασία
Μοναστήρι (Μπίτολα)
Ετυμολογία 2 επεξεργασία
- Μοναστήρι < μοναστήρι
Κύριο όνομα επεξεργασία
Μοναστήρι ουδέτερο
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Μοναστήρι (οικισμοί της Ελλάδας)