Μοναστηριώτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /mo.na.stiɾˈʝo.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Μο‐να‐στη‐ριώ‐της
Ετυμολογία 1
επεξεργασία- Μοναστηριώτης < Μοναστήρ(ι) + -ιώτης
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΜοναστηριώτης αρσενικό (θηλυκό Μοναστηριώτισσα)
- (πατριδωνυμικό) αυτός που κατοικεί στο Μοναστήρι ή κατάγεται από αυτό
- ※ Η Συναγωγή Μοναστηριωτών ιδρύθηκε με δωρεά της Ίντας Αροέστη και αφιερώθηκε στη μνήμη του συζύγου της Ισαάκ. Στην ανέγερσή της συνέβαλλαν επίσης με δωρεές και οι οικογένειες που κατάγονταν από το Μοναστήρι (τη σημερινή Μπίτολα) και είχαν εγκατασταθεί στη Θεσσαλονίκη μετά τους Βαλκανικούς πολέμους (1912-13) και τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο (1914-18) (από το άρθρο «Ανακαινίστηκε η ιστορική συναγωγή Μοναστηριωτών της Θεσσαλονίκης», tovima.gr (13 Μαΐου 2016)· πρόσβαση: 2020-06-17)
Συγγενικά
επεξεργασία- μοναστηριώτικος
- Μοναστηριώτης (επώνυμο)
→ και δείτε τις λέξεις Μοναστήρι και μοναστήρι
Μεταφράσεις
επεξεργασία Μοναστηριώτης
|
Ετυμολογία 2
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Μοναστηριώτης | οι | Μοναστηριώτηδες |
γενική | του | Μοναστηριώτη* | των | Μοναστηριώτηδων |
αιτιατική | τον | Μοναστηριώτη | τους | Μοναστηριώτηδες |
κλητική | Μοναστηριώτη | Μοναστηριώτηδες | ||
* Και λόγια γενική ενικού Μοναστηριώτου | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- Μοναστηριώτης < Μοναστηριώτης
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΜοναστηριώτης αρσενικό (θηλυκό Μοναστηριώτη ή Μοναστηριώτου)